- ἀμπελοτρόφος
- ἀμπελοτρόφοςnurturing vinesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπελοτρόφος — ἀμπελοτρόφος, ον (Α) (γη) που τρέφει αμπέλους, στην οποία ευδοκιμούν τα αμπέλια, οινοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
ἀμπελοτρόφον — ἀμπελοτρόφος nurturing vines masc/fem acc sg ἀμπελοτρόφος nurturing vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek